- ευσχημονώ
- (Α εὐσχημονῶ, -έω) [ευσχήμων]συμπεριφέρομαι με σεμνότητα, αξιοπρέπεια και κοσμιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευσχημόνημα — εὐσχημόνημα, τὸ (Α) [ευσχημονώ] σεμνή ενέργεια … Dictionary of Greek
συνευσχημονώ — έω, Α φέρομαι κόσμια ανάλογα με την περίσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐσχημονῶ «φέρομαι κόσμια» (< εὐσχημων)] … Dictionary of Greek